ὑδατίδων

ὑδατίδων
ὑδατίς
watery vesicle
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υδατίδωση — η, Ν ιατρ. μορφή εχινοκοκκίασης, παρασίτωση που χαρακτηρίζεται από τον σχηματισμό υδατίδων κύστεων στον οργανισμό, οι οποίες δημιουργούνται από τις προνύμφες τού παρασίτου Echinococcus granulosus. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydatidosis… …   Dictionary of Greek

  • υδατιδίνη — η, Ν ιατρ. οργανική ουσία τών υδατίδων κύστεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”